- διακελεύω
- διακελεύω (s. κελεύω; the mid. since Hdt., the act. only in Philostrat., Vi. Apollon. 1, 31 v.l.; POxy 2340, 11 [192 A.D.]; and Suda) command, order τινί w. inf. foll. J 8:5 v.l.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
διακελεύω — διακελεύομαι exhort pres subj act 1st sg διακελεύομαι exhort pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακελεύομαι — (AM) (Μ και διακελεύω) 1. προτρέπω, παρακινώ, δίνω διαταγή 2. πληροφορώ, συμβουλεύω αρχ. (σε αλληλοπάθεια) εμψυχώνω αμοιβαία, ενθαρρύνω αμοιβαία … Dictionary of Greek